Monday, March 19, 2007

Πρόκληση πρώτη (Διαστήματα)

. - Ξύπνα επιτέλους! Δεν το έχεις καταλάβει πως ο κόσμος που ζεις είναι απατηλός;
. Ξύπνησε απότομα. Έριξε από πάνω του τα βαριά σκεπάσματα και ανακάθισε στο κρεβάτι. Η ίδια φωνή και πάλι, απροσδιόριστη, άχρωμη, μια στριγγλιά περισσότερο παρά φωνή.

. Κάθησε στο κρεβάτι για αρκετή ώρα, μέχρι να σταματήσουν στο στήθος του οι δυνατοί παλμοί. Τίποτα δεν ακουγόταν στο δωμάτιο, μόνο ένας απόμακρος ήχος, παρόμοιος με αυτόν ενός ποταμού καλά κρυμμένου στο φαράγγι, καθώς κάθεσαι να ξαποστάσεις από την ορεινή σου βόλτα σε μία μεγάλη πέτρα και ρεμβάζεις το πράσινο τοπίο. Εκείνο το πρωινό, το δωμάτιό του θύμιζε πολύ την ξύλινη καλύβα στο βουνό που έβλεπε στα όνειρα του. Τα χρώματα στους τοίχους άλλαζαν από το γαλάζιο του ουρανου στο βαθύ πράσινο των κυπαρισσιών και στα ροζ, κόκκινα και πορτοκαλιά των λουλουδιών. Κοίταξε γύρω του ανεπηρέαστος. Πάτησε απλά το κουμπί στο κομοδίνο και τα φώτα, οι ήχοι και τα χρώματα έσβησαν. Ο τοίχος πήρε το συνηθισμένο του γκρίζο χρώμα. Ξαναπάτησε το κουμπί και όλα πήραν μία φωτεινή κιτρινόχρυση απόχρωση.
. Ήταν επιτέλους ώρα να σηκωθεί, θα αργούσε στο ραντεβού του. Αν και πρωί ακόμη, οι δρόμοι ήταν ασφυκτικά γεμάτοι. Θόρυβος από τα αυτοκίνητα, τις κόρνες, τους εκνευρισμένους κιόλας οδηγούς, τους αδιάφορους πεζούς. Πρόσεξε κάποια γυναίκα που περνούσε τη διασταύρωση με ένα καρότσι γεμάτο τρόφιμα και το βρέφος στην αγκαλιά της που ούρλιαζε απελπισμένα. Περίμενε κι αυτή στη στάση. Περίμεναν εκεί αρκετή ώρα. Τρία λεωφορεία πέρασαν χωρίς καν να σταματήσουν. Στο τέταρτο πρόλαβε επιτέλους να στριμωχτεί κάπου αφήνοντας τη γυναίκα με το καρότσι και το βρέφος πίσω του να βρίζει. Ο προορισμός του ήταν ευτυχώς κοντά. Σε 45 περίπου λεπτά ήταν εκεί.
. Κάθησε στο παγκάκι και περίμενε. Σε λίγο τον πλησίασε ένας άντρας με ένα παλιό τουφέκι κρεμασμένο στον ώμο του.
. -Λοιπόν ήρθες; είπε ο άντρας.
. -Όπως βλέπεις. Ήρθα... προσπαθούσε να προσδιορίσει την ηλικία του άλλου ή έστω κάποιο στοιχείο στο χαρακτήρα του αλλά τίποτα, ούτε καν η φωνή του δεν είχε κάποιο χρώμα. Αποκαρδιώθηκε και τα παράτησε γρήγορα... Τι θέλετε;
. -Νομίζω πως ξέρεις. Είσαι επιστήμονας. Σε χρειαζόμαστε.
. -Δεν το πιστεύω. Βλέπεις εσείς πολεμάτε για τους λόγους σας αλλά εγώ...
. -Για την ελευθερία! Πολεμάμε για την ελευθερία, τον διέκοψε απότομα. Κάτι ξέρεις για ελευθερία. Την ονειρεύτηκες πολλές φορές, την πόθησες..! Σου δίνουμε την ευκαιρία να αγωνιστείς για αυτήν. Να ξεφύγεις από αυτό το χαμό που ονομάζεις ζωή σου.
. Τον κοίταξε σοβαρός. Ασυγκίνητος είπε :
. -Και είναι ελευθερία να ζεις σε καταγώγια, με ελάχιστο φαγητό, λίγο ρύζι το πολύ, βρώμικος, καταστρέφοντας, σκοτώνοντας, τρέμοντας την αστυνομία και τους ρουφιάνους;
. -Η ελευθερία δεν είναι εύκολη υπόθεση !
. Για πρώτη φορά η φωνή του συνομιλητή του απέκτησε κάποια απόχρωση μα αυτός δεν συγκινήθηκε. Έκανε ένα νεύμα απελπισίας, σηκώθηκε χωρίς να πει τίποτα άλλο και έφυγε. Θεωρούσε τη συζήτηση άσκοπη. Κανένας από τους δύο δε θα άλλαζε γνώμη. Επέστρεψε σπίτι του.
. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτότανε πως ο άντρας είχε δίκαιο τουλάχιστο για ένα πράγμα : η ελευθερία δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Όχι πως συμφωνούσε με τις μεθόδους της συμμορίας. Ούτε και με τις άλλες συμμορίες ή τις διάφορες θρησκευτικές ομάδες, την αστυνομία, τους δημοσιογράφους, τους διανοούμενος ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα που αυτοαποκαλείτο "απελευθερωτική". Άκριτοι οπαδοί ενός αρχηγού που υπόσχεται μια λέξη το νόημα της οποίας δεν μπορούν να κατανοήσουν. Ο αγώνας για ελευθερία, πίστευε, ήταν κάτι το προσωπικό και μοναχικό. Έπρεπε πρώτα απ' όλα να παλέψει με τον εαυτό του και μετά με όλους τους άλλους. Είχε ήδη φτάσει σπίτι, πάτησε το κουμπί για να γίνουν οι τοίχοι μωβ μπλε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ελεύθερος ένιωσε μόνο στα όνειρα του, όταν περιδιάβαινε ήρεμος και ευτυχισμένος στο αγαπημένο του βουνό, συντροφιά με τα τραγούδια των πουλιών και του κρυφού ποταμού στο φαράγγι. Ούτε άγχος κανένα, ούτε κίνδυνος. Ούτε μοναξιά. Υπήρχε τότε, στα όνειρα του, μια γυναικεία ύπαρξη που του χάϊδευε γλυκά τα μαλλιά . Αλλά αυτό ήταν στο όνειρό του...
. -Δεν είναι δύσκολο να αποκτήσεις την ελευθερία σου, φώναξε πάλι μέσα από το όνειρο η φωνή. Πρέπει όμως να παλέψεις για αυτήν. Είσαι διατεθειμένος να κάνεις κάτι τέτοιο;
. Ξύπνησε απότομα. Η φωνή είχε δίκαιο. Ήρθε η στιγμή να αποφασίσει. Μπορούσε τώρα να πατήσει το κουμπί, να σβήσει όλα τα ψεύτικα χρώματα στους τοίχους. Να ψάξει τον εαυτό του. Να επαναπροσδιορίσει ό,τι του έχουν μάθει να πιστεύει και να υπηρετει. Είχε επίγνωση της πραγματικότητας και εκείνη τη στιγμή είχε στα χέρια του το κλειδί για να ανοίξει τις αλυσίδες του ... αλλά το πέταξε μακριά. Ήταν πλέον 40 χρονών... Είχε μια σίγουρη δουλειά, ένα άνετο σπίτι... Ήταν πολύ μεγάλος για αγώνες...
. - Άσε τις δικαιολογίες. Η αλήθεια είνα πως η ζωή μας είναι μία συνήθεια και εγώ δεν έχω το θάρρος να τη σπάσω, παραδέχτηκε.
. Δεν του έμενε τίποτα άλλο να κάνει. Ξάπλωσε να κοιμηθεί. Τουλάχιστον είχε πάρει την πρώτη του ελεύθερη απόφαση.

5 Comments:

At 20/3/07 6:31 PM, Anonymous Anonymous said...

το χρημα πολοι εμισησαν,
την ελευθερια κανεις!
θα εχει και συνεχεια η ιστορια?

 
At 20/3/07 10:51 PM, Blogger iris said...

δεν νομίζω να υπάρξει και συνέχεια. Αλλά θα γράψω ακόμη μία ιστορία, διαφορετική.

(Είναι ένα καινούριο παιχνίδι που κυκλοφορεί στα μπλογκ. Κάποιος σου δίνει 5 λέξεις και σε προκαλεί να γράψεις μία ιστορία. Ετοιμάσου, θα έρθει και η σειρά σου !!)

 
At 21/3/07 12:53 PM, Blogger αθεόφοβος said...

Πολύ καλό !:))

 
At 21/3/07 7:55 PM, Blogger iris said...

ευχαριστώ πολύ. Μόλις βρω χρόνο θα απαντήσω και στη δική σου πρόκληση. Ελπίζω να μη σε απογοητεύσω

 
At 27/3/07 11:48 AM, Blogger eparxiakosaloni said...

ευκολο το χεις να σπασεις τις αλυσιδες που σε κρατανε τοσα χρονια ?

πολυ καλο το κειμενο

 

Post a Comment

<< Home